- κυβερνήτις
- κυβερνῆτις, -ιδος, ἡ (Α)βλ. κυβερνήτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυβερνῆτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνῆτιν — κυβερνῆτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτιδος — κυβερνῆτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυβερνήτης — ο, θηλ. κυβερνήτρα (AM κυβερνήτης, θηλ. κυβερνῆτις, ιδος, Α αιολ. τ. κυμερνήτης) [κυβερνώ] 1. αυτός που διοικεί, που κυβερνά το κράτος (α. «κανένας κυβερνήτης δεν έδωσε σημασία στο χωριό μας» β. «ἐπεί τοι κοὐδὲν αἰτία κακῶς κλύουσα διὰ κυβερνήτην … Dictionary of Greek
κυβερνῆθ' — κυβερνῆτε , κυβερνάω steer pres imperat act 2nd pl (doric) κυβερνῆτε , κυβερνάω steer pres subj act 2nd pl (doric) κυβερνῆτε , κυβερνάω steer pres ind act 2nd pl (doric) κυβερνῆτε , κυβερνάω steer pres imperat act 2nd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)